предпочитать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

предпочитать - translation to Αγγλικά


предпочитать      
предпочесть
v.
prefer
предпочитать      

см. тж. отдавать предпочтение


• In radiant tube service cast tubes are favoured over wrought.


• The shells structure is favoured today.


• Small units were preferable (or preferred) to large ones.


• Analytical methods are preferred over the more complicated assays.

to have a preference for poetry      
предпочитать поэзию

Ορισμός

предпочитать
несов. перех. и неперех.
1) Оказывать предпочтение кому-л., чему-л., признавать лучшим в сравнении с кем-л., чем-л. другим.
2) Выбирать что-л., считая лучшим (с неопр. ф. глаг.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για предпочитать
1. Пайщики стали предпочитать менее рискованные инструменты.
2. Только теперь она стала предпочитать модные показы.
3. Зато сами россияне стали предпочитать отечественные пейзажи.
4. И, конечно же, в качестве места закупки предпочитать рынку супермаркет.
5. Впервые в истории американские потребители начали предпочитать вино пиву.
Μετάφραση του &#39предпочитать&#39 σε Αγγλικά